- παγχάλεπος
- παγχάλεπος, -ον (Α)(για πρόσ. και πράγματα) ο υπερβολικά δύσκολος.επίρρ...παγχαλέπως (Α)1. υπερβολικά δύσκολα2. φρ. «παγχαλέπως ἔχω» — είμαι πολύ οργισμένος με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + χαλεπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγχάλεπος — very difficult masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχαλέπως — παγχάλεπος very difficult adverbial παγχάλεπος very difficult masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχάλεπον — παγχάλεπος very difficult masc/fem acc sg παγχάλεπος very difficult neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχαλέποις — παγχάλεπος very difficult masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχαλέπου — παγχάλεπος very difficult masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχαλέπους — παγχάλεπος very difficult masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχαλέπων — παγχάλεπος very difficult masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχαλέπῳ — παγχάλεπος very difficult masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχάλεπα — παγχάλεπος very difficult neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχάλεποι — παγχάλεπος very difficult masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)